- τρίβεσθε
- τρί̱βεσθε , τρίβωrubpres imperat mp 2nd plτρί̱βεσθε , τρίβωrubpres ind mp 2nd plτρί̱βεσθε , τρίβωrubimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρίζω — (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω, κυρίσσω* 2. παθ. κυρίζομαι (κατά τον Ησύχ.) «κυρίζεσθε τρίβεσθε». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. σε ζω τού κυρίσσω] … Dictionary of Greek